ἀνέμιξα — ἀνέμῑξα , ἀναμίγνυμι mix up aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμίγω — (Μ ἀναμίγω) αναμειγνύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμιγνύω με μεταπλασμό από τον αορ. ἀνέμιξα κατά το αντίστροφο σχήμα ἤνοιξα ἀνοίγω) … Dictionary of Greek